πολύκλαυτον

πολύκλαυτον
πολύκλαυστος
much lamented
masc acc sg
πολύκλαυστος
much lamented
neut nom/voc/acc sg
πολύκλαυστος
much lamented
masc/fem acc sg
πολύκλαυστος
much lamented
neut nom/voc/acc sg
πολύκλαυτος
much lamented
masc/fem acc sg
πολύκλαυτος
much lamented
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκύβαλο — το / σκύβαλον, ΝΜΑ 1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.) 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”